καλογριά: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(18)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και καλόγρια και [[καλογραία]], η (Μ καλογραῑα)<br />η [[μοναχή]], η [[γυναίκα]] που καλογερεύει σε [[μοναστήρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σχολή]] καλογραιών» ή [[απλώς]] «καλογριές» — [[σχολείο]] θηλέων που διευθύνεται από ρωμαιοκαθολικές μοναχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καλογριά]] <span style="color: red;"><</span> [[καλογραία]] <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γραία]] «[[γερόντισσα]]»].
|mltxt=και [[καλόγρια]] και [[καλογραία]], η (Μ [[καλογραῖα]])<br />η [[μοναχή]], η [[γυναίκα]] που καλογερεύει σε [[μοναστήρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σχολή]] καλογραιών» ή [[απλώς]] «καλογριές» — [[σχολείο]] θηλέων που διευθύνεται από ρωμαιοκαθολικές μοναχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καλογριά]] <span style="color: red;"><</span> [[καλογραία]] <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γραία]] «[[γερόντισσα]]»].
}}
}}

Latest revision as of 18:21, 28 March 2021

Greek Monolingual

και καλόγρια και καλογραία, η (Μ καλογραῖα)
η μοναχή, η γυναίκα που καλογερεύει σε μοναστήρι
νεοελλ.
φρ. «σχολή καλογραιών» ή απλώς «καλογριές» — σχολείο θηλέων που διευθύνεται από ρωμαιοκαθολικές μοναχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλογριά < καλογραία < καλ(ο)- + γραία «γερόντισσα»].