καινοφραδής: Difference between revisions
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(18) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καινοφρᾰδής''': -ές, κατὰ καινὸν τρόπον ἐκπεφρασμένος, | |lstext='''καινοφρᾰδής''': -ές, κατὰ καινὸν τρόπον ἐκπεφρασμένος, Εὐστ· Πονήματ. 56. 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καινοφραδής]], -ές (Μ)<br />ο εκφρασμένος με καινούργιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φραδής]] (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] «[[εκφράζω]], [[λέγω]]» ή αμάρτυρο <i>φράδος</i>, το), | |mltxt=[[καινοφραδής]], -ές (Μ)<br />ο εκφρασμένος με καινούργιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φραδής]] (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] «[[εκφράζω]], [[λέγω]]» ή αμάρτυρο <i>φράδος</i>, το), [[πρβλ]]. <i>θεο</i>-[[φραδής]] ολιγο</i>-[[φραδής]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:20, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1295] ές, neu ersonnen, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
καινοφρᾰδής: -ές, κατὰ καινὸν τρόπον ἐκπεφρασμένος, Εὐστ· Πονήματ. 56. 1.
Greek Monolingual
καινοφραδής, -ές (Μ)
ο εκφρασμένος με καινούργιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -φραδής (< φράζω «εκφράζω, λέγω» ή αμάρτυρο φράδος, το), πρβλ. θεο-φραδής ολιγο-φραδής.