έρμαιο: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted
(14) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἕρμαιον]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[οτιδήποτε]] παρασύρεται [[χωρίς]] τη θέλησή του από κάποιον, το [[θύμα]], το [[παίγνιο]] (α. «[[άνθρωπος]] [[έρμαιο]] τών παθών του» β. «[[πλοίο]] [[έρμαιο]] τών κυμάτων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] αδέσποτο [[αντικείμενο]] που φέρεται εδώ κι [[εκεί]] από τα κύματα ή εκβράζεται στην [[ακτή]] (συντρίμμια από [[ναυάγιο]], κοχύλια <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ανέλπιστο, θεόπεμπτο [[δώρο]], απροσδόκητη [[τύχη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δώρο]] του θεού Ερμή<br /><b>2.</b> ο [[έρμαξ]]<br /><b>3.</b> [[τύμβος]]<br /><b>4.</b> το [[φυτό]] [[αλόη]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἕρμαια</i><br />αγωνιστικές γιορτές νέων που γίνονταν [[προς]] τιμήν του Ερμή<br /><b>6.</b> <i>τὸ Ἕρμαιον</i><br />[[ιερό]] του Ερμή<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «κοινὸν τὸ [[ἕρμαιον]]» — [[πράγμα]] που βρίσκουν δύο ή περισσότεροι άνθρωποι [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το (AM [[ἕρμαιον]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[οτιδήποτε]] παρασύρεται [[χωρίς]] τη θέλησή του από κάποιον, το [[θύμα]], το [[παίγνιο]] (α. «[[άνθρωπος]] [[έρμαιο]] τών παθών του» β. «[[πλοίο]] [[έρμαιο]] τών κυμάτων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] αδέσποτο [[αντικείμενο]] που φέρεται εδώ κι [[εκεί]] από τα κύματα ή εκβράζεται στην [[ακτή]] (συντρίμμια από [[ναυάγιο]], κοχύλια <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ανέλπιστο, θεόπεμπτο [[δώρο]], απροσδόκητη [[τύχη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δώρο]] του θεού Ερμή<br /><b>2.</b> ο [[έρμαξ]]<br /><b>3.</b> [[τύμβος]]<br /><b>4.</b> το [[φυτό]] [[αλόη]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἕρμαια</i><br />αγωνιστικές γιορτές νέων που γίνονταν [[προς]] τιμήν του Ερμή<br /><b>6.</b> <i>τὸ Ἕρμαιον</i><br />[[ιερό]] του Ερμή<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «κοινὸν τὸ [[ἕρμαιον]]» — [[πράγμα]] που βρίσκουν δύο ή περισσότεροι άνθρωποι [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ερμα</i>- (του [[Ερμής]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ιόν</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
το (AM ἕρμαιον)
μσν.- νεοελλ.
οτιδήποτε παρασύρεται χωρίς τη θέλησή του από κάποιον, το θύμα, το παίγνιο (α. «άνθρωπος έρμαιο τών παθών του» β. «πλοίο έρμαιο τών κυμάτων»)
νεοελλ.
κάθε αδέσποτο αντικείμενο που φέρεται εδώ κι εκεί από τα κύματα ή εκβράζεται στην ακτή (συντρίμμια από ναυάγιο, κοχύλια κ.λπ.)
αρχ.-μσν.
ανέλπιστο, θεόπεμπτο δώρο, απροσδόκητη τύχη
αρχ.
1. δώρο του θεού Ερμή
2. ο έρμαξ
3. τύμβος
4. το φυτό αλόη
5. στον πληθ. τὰ ἕρμαια
αγωνιστικές γιορτές νέων που γίνονταν προς τιμήν του Ερμή
6. τὸ Ἕρμαιον
ιερό του Ερμή
7. φρ. «κοινὸν τὸ ἕρμαιον» — πράγμα που βρίσκουν δύο ή περισσότεροι άνθρωποι μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. ερμα- (του Ερμής) + -ιόν].