καπνόσφαιρα: Difference between revisions
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(19) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br />([[κατά]] τον μεσαίωνα) [[σφαίρα]] από [[στουπί]] την οποία βουτούσαν σε [[μίγμα]] εύφλεκτων ουσιών και τήν πετούσαν αναμμένη στον εχθρό για να προκληθεί [[ταραχή]] από τον παραγόμενο καπνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=η<br />([[κατά]] τον μεσαίωνα) [[σφαίρα]] από [[στουπί]] την οποία βουτούσαν σε [[μίγμα]] εύφλεκτων ουσιών και τήν πετούσαν αναμμένη στον εχθρό για να προκληθεί [[ταραχή]] από τον παραγόμενο καπνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>globe fumant</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
(κατά τον μεσαίωνα) σφαίρα από στουπί την οποία βουτούσαν σε μίγμα εύφλεκτων ουσιών και τήν πετούσαν αναμμένη στον εχθρό για να προκληθεί ταραχή από τον παραγόμενο καπνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. globe fumant. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή].