καπνόσφαιρα
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Greek Monolingual
η
(κατά τον μεσαίωνα) σφαίρα από στουπί την οποία βουτούσαν σε μίγμα εύφλεκτων ουσιών και τήν πετούσαν αναμμένη στον εχθρό για να προκληθεί ταραχή από τον παραγόμενο καπνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. globe fumant. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή].