αλσοβριθής: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές<br />αυτός που έχει άφθονα δάση, [[δασώδης]], [[δασόφυτος]], [[δασοσκεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ές<br />αυτός που έχει άφθονα δάση, [[δασώδης]], [[δασόφυτος]], [[δασοσκεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άλσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βριθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[βρίθω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
-ές
αυτός που έχει άφθονα δάση, δασώδης, δασόφυτος, δασοσκεπής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλσος + -βριθής < βρίθω.