κοχλογέννητος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(21)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοχλογέννητος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γεννηθεί από όστρακο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόχλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γεννητος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γεννητός]] <span style="color: red;"><</span> [[γεννώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηλιο</i>-<i>γέννητος</i>, <i>πορφυρο</i>-<i>γέννητος</i>].
|mltxt=[[κοχλογέννητος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γεννηθεί από όστρακο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόχλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γεννητος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γεννητός]] <span style="color: red;"><</span> [[γεννώ]]), [[πρβλ]]. [[ηλιογέννητος]], [[πορφυρογέννητος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

κοχλογέννητος, -ον (Α)
αυτός που έχει γεννηθεί από όστρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + -γεννητος < γεννητός < γεννώ), πρβλ. ηλιογέννητος, πορφυρογέννητος].