κρειττούμαι: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
(21)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κρειττοῡμαι, -όομαι (Α) [[κρείττων]]<br />(για την άμπελο) [[αναπτύσσω]] [[παρά]] [[φύση]] υπέρμετρη [[βλάστηση]].
|mltxt=κρειττοῦμαι, -όομαι (Α) [[κρείττων]]<br />(για την άμπελο) [[αναπτύσσω]] [[παρά]] [[φύση]] υπέρμετρη [[βλάστηση]].
}}
}}

Latest revision as of 12:35, 15 February 2019

Greek Monolingual

κρειττοῦμαι, -όομαι (Α) κρείττων
(για την άμπελο) αναπτύσσω παρά φύση υπέρμετρη βλάστηση.