κραιπνοβάτις: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
(21)
m (pape replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραιπνοβάτις]], ἡ (Μ)<br />αυτή που πορεύεται [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κραιπνός]] «[[ταχύς]], [[ορμητικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>βάτις</i>, θηλ. του -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-<i>βάτις</i>, <i>παρα</i>-<i>βάτις</i>].
|mltxt=[[κραιπνοβάτις]], ἡ (Μ)<br />αυτή που πορεύεται [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κραιπνός]] «[[ταχύς]], [[ορμητικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>βάτις</i>, θηλ. του -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[επιβάτις]], [[παραβάτις]]].
}}
{{pape
|ptext=ιδος, ἡ, <i>[[schnell]] [[einherschreitend]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 17:09, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

κραιπνοβάτις: -ιδος, ἡ, ἡ ταχέως πορευομένη, Θ. Προδρ. Ἐπ. σ. 53.

Greek Monolingual

κραιπνοβάτις, ἡ (Μ)
αυτή που πορεύεται γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπνός «ταχύς, ορμητικός» + -βάτις, θηλ. του -βάτης (< βαίνω), πρβλ. επιβάτις, παραβάτις].

German (Pape)

ιδος, ἡ, schnell einherschreitend, Sp.