τρίσταθμος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tristathmos | |Transliteration C=tristathmos | ||
|Beta Code=tri/staqmos | |Beta Code=tri/staqmos | ||
|Definition=ον, <span | |Definition=τρίσταθμον, [[thrice the weight]], Agatharch. 96. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τρίσταθμος''': -ον, τριπλοῦς, [[τριπλάσιος]] τὸ βάρος, τὸν χαλκὸν πρὸς τὸν χρυσὸν τρίσταθμον ἀλλάττονται Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 458. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />[[τριπλάσιος]] σε [[βάρος]] από άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σταθμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σταθμός]] ή [[στάθμη]]), <b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>σταθμος</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:18, 25 August 2023
English (LSJ)
τρίσταθμον, thrice the weight, Agatharch. 96.
Greek (Liddell-Scott)
τρίσταθμος: -ον, τριπλοῦς, τριπλάσιος τὸ βάρος, τὸν χαλκὸν πρὸς τὸν χρυσὸν τρίσταθμον ἀλλάττονται Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 458.
Greek Monolingual
-ον, Α
τριπλάσιος σε βάρος από άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σταθμος (< σταθμός ή στάθμη), πρβλ. βαρύ-σταθμος].