αλωνιστής: Difference between revisions
From LSJ
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=I ο (θηλ. -ίστρια και -ίστρα)<br /><b>1.</b> αυτός που αλωνίζει και (γενικά) αυτός που εργάζεται στα αλώνια<br /><b>2.</b> (ως κύριο όνομα) ο <i>Αλωνάρης</i>, ο [[μήνας]] [[Ιούλιος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=I ο (θηλ. -ίστρια και -ίστρα)<br /><b>1.</b> αυτός που αλωνίζει και (γενικά) αυτός που εργάζεται στα αλώνια<br /><b>2.</b> (ως κύριο όνομα) ο <i>Αλωνάρης</i>, ο [[μήνας]] [[Ιούλιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλωνίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνιστικός]]].II ο [[αλωνεύω]]<br /><b>1.</b> ο [[αλωνιστής]]<br /><b>2.</b> ο [[αλωνάρης]], ο [[Ιούλιος]] [[μήνας]]. | ||
}} | }} |