αμαλγάμωση: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ή αμαλγαμάτωση, η <b>Χημ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχηματισμός]] κράματος που αποτελείται από υδράργυρο και ένα [[άλλο]] ή άλλα μέταλλα<br /><b>2.</b> [[επικάλυψη]] αντικειμένων με [[αμάλγαμα]]<br /><b>3.</b> η [[διαδικασία]] για τον διαχωρισμό ενός μετάλλου από το μετάλλευμά του, [[κατά]] την οποία σχηματίζεται [[κράμα]] του επιθυμητού μετάλλου με τον υδράργυρο.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ή αμαλγαμάτωση, η <b>Χημ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχηματισμός]] κράματος που αποτελείται από υδράργυρο και ένα [[άλλο]] ή άλλα μέταλλα<br /><b>2.</b> [[επικάλυψη]] αντικειμένων με [[αμάλγαμα]]<br /><b>3.</b> η [[διαδικασία]] για τον διαχωρισμό ενός μετάλλου από το μετάλλευμά του, [[κατά]] την οποία σχηματίζεται [[κράμα]] του επιθυμητού μετάλλου με τον υδράργυρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αντί του ορθτ. (από το θ. της γεν. <i>αμαλγαματ</i>-) <i>αμαλγαμάτωση</i>, <i>η</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
ή αμαλγαμάτωση, η Χημ.
1. ο σχηματισμός κράματος που αποτελείται από υδράργυρο και ένα άλλο ή άλλα μέταλλα
2. επικάλυψη αντικειμένων με αμάλγαμα
3. η διαδικασία για τον διαχωρισμό ενός μετάλλου από το μετάλλευμά του, κατά την οποία σχηματίζεται κράμα του επιθυμητού μετάλλου με τον υδράργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αντί του ορθτ. (από το θ. της γεν. αμαλγαματ-) αμαλγαμάτωση, η].