αμάλγαμα
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
Greek Monolingual
το
1. κράμα υδραργύρου με ένα ή περισσότερα μέταλλα
2. συμφυρμός ανόμοιων πραγμάτων, συνονθύλευμα, ανακάτωμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. amalgame < γαλλ. amalgame < μσν. λατ. amalgama, τ. που χρησιμοποιούσαν κανονικά τον 13ο αιώνα στην ορολογία της αλχημείας. Σχετικά με την προέλευση και την ετυμολογία της λ. έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, ο όρος αποτελεί παραλλαγμένο τ. του λατ. malagma «μάλαγμα, μαλακωμένο κατάπλασμα ή έμπλαστρο» < ελλην. μάλαγμα (< ρ. μαλάσσω). Κατ' άλλους, ο όρος αμάλγαμα αποτελεί μεταπλασμένο τ. από την προσαρμογή της λ. μάλαγμα στην αραβική γλώσσα. Άλλοι συσχετίζουν τον όρο αμάλγαμα με τις ελληνικές λέξεις ἅμα «μαζί» + γάμος. Τέλος, υποστηρίζεται και η άποψη ότι η λ. έχει αραβική προέλευση από μια παλαιότερη παραλλαγή του τ. αμάλγαμα, το algame, που μαρτυρείται το 1611 και προέρχεται < αραβ. al-jamca (αρχ. al-gamca) «σύνδεση, ένωση» (< jamaca «ενώνω»). Ως αντίστοιχος αραβ. όρος της λ. αμάλγαμα (amalgam), θεωρείται, κατά την ίδια άποψη, ο τ. camalal-jamca «το έργο της ενώσεως» ή ο τ. al-mojāmca «γαμήλια ένωση». Οπωσδήποτε, η ερμηνεία αυτή προσκρούει στο ότι δεν σώζεται καμία μαρτυρία ή πληροφορία από τους Αραβες συγγραφείς για τη χρήση τών τύπων αυτών ως όρων της χημείας. Ο ελληνικός όρος αμάλγαμα απαντά για πρώτη φορά το 1856, σε ερμήνευμα λέξεως στο Γαλλοελληνικό-ελληνογαλλικό λεξικό του Σκαρλάτου Βυζαντίου.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμαλγαμάτωση, αμαλγαμωτικός, αμαλγάμωση, αμαλγατήρας].