αμυγδάλη: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμυγδάλη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[αμύγδαλο]]<br /><b>2.</b> το [[κουκούτσι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ξένη λ. άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. από εβρ. <i>meged</i>’ <i>ē</i><i>l</i> ή <i>magdi</i>’ <i>ē</i><i>l</i> «πολύτιμο [[δώρο]] απ’ το Θεό». Η λατ. λ. <i>amygdala</i> (και <i>amidula</i>, <i>amyndala</i>, <i>amandula</i>) αποτελεί [[δάνειο]] από την Ελληνική. Από τους τύπους της Λατινικής προήλθαν τα γαλλ. <i>amande</i>, γερμ. <i>Mandel</i>, αγγλ. <i>almond</i>, ιταλ. <i>mandorla</i> και βενετ. <i>mandolato</i> «αμυγδαλωτό», από όπου το ελλην. [[μαντολάτο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυγδάλινος]], [[ἀμυγδάλιον]], [[ἀμυγδαλίς]], [[ἀμυγδαλόεις]], <b>νεοελλ.</b> [[αμυγδάλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυγδαλοκατάκτης]].
|mltxt=[[ἀμυγδάλη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[αμύγδαλο]]<br /><b>2.</b> το [[κουκούτσι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ξένη λ. άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. από εβρ. <i>meged</i>’ <i>ē</i><i>l</i> ή <i>magdi</i>’ <i>ē</i><i>l</i> «πολύτιμο [[δώρο]] απ’ το Θεό». Η λατ. λ. <i>amygdala</i> (και <i>amidula</i>, <i>amyndala</i>, <i>amandula</i>) αποτελεί [[δάνειο]] από την Ελληνική. Από τους τύπους της Λατινικής προήλθαν τα γαλλ. <i>amande</i>, γερμ. <i>Mandel</i>, αγγλ. <i>almond</i>, ιταλ. <i>mandorla</i> και βενετ. <i>mandolato</i> «αμυγδαλωτό», από όπου το ελλην. [[μαντολάτο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυγδάλινος]], [[ἀμυγδάλιον]], [[ἀμυγδαλίς]], [[ἀμυγδαλόεις]], <b>νεοελλ.</b> [[αμυγδάλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυγδαλοκατάκτης]].
}}
}}

Latest revision as of 23:29, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμυγδάλη, η (Α)
1. αμύγδαλο
2. το κουκούτσι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ξένη λ. άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. από εβρ. megedēl ή magdiēl «πολύτιμο δώρο απ’ το Θεό». Η λατ. λ. amygdala (και amidula, amyndala, amandula) αποτελεί δάνειο από την Ελληνική. Από τους τύπους της Λατινικής προήλθαν τα γαλλ. amande, γερμ. Mandel, αγγλ. almond, ιταλ. mandorla και βενετ. mandolato «αμυγδαλωτό», από όπου το ελλην. μαντολάτο.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυγδάλινος, ἀμυγδάλιον, ἀμυγδαλίς, ἀμυγδαλόεις, νεοελλ. αμυγδάλα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμυγδαλοκατάκτης.