αμφιθάλαμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιθάλαμος]], ο (Α)<br />[[δωμάτιο]] του γυναικωνίτη [[απέναντι]] από τον θάλαμο τών [[ανδρών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θάλαμος]].
|mltxt=[[ἀμφιθάλαμος]], ο (Α)<br />[[δωμάτιο]] του γυναικωνίτη [[απέναντι]] από τον θάλαμο τών [[ανδρών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θάλαμος]].
}}
}}

Latest revision as of 23:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμφιθάλαμος, ο (Α)
δωμάτιο του γυναικωνίτη απέναντι από τον θάλαμο τών ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + θάλαμος.