αμφήριστος: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφήριστος]], -ον (Α)<br />(για πόλεις, νίκες <b>κ.λπ.</b>) αυτός που διεκδικείται και από τις δύο πλευρές, αμφισβητούμενος, [[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀμφήριστος]], -ον (Α)<br />(για πόλεις, νίκες <b>κ.λπ.</b>) αυτός που διεκδικείται και από τις δύο πλευρές, αμφισβητούμενος, [[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήριστος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἐρίζω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀμφήριστος, -ον (Α)
(για πόλεις, νίκες κ.λπ.) αυτός που διεκδικείται και από τις δύο πλευρές, αμφισβητούμενος, αμφίβολος, αβέβαιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφ(ι)- + -ήριστος < ἐρίζω.