ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
ἀμφήριστος, -ον (Α)(για πόλεις, νίκες κ.λπ.) αυτός που διεκδικείται και από τις δύο πλευρές, αμφισβητούμενος, αμφίβολος, αβέβαιος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφ(ι)- + -ήριστος < ἐρίζω.