ἀνάπλαστος: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anaplastos | |Transliteration C=anaplastos | ||
|Beta Code=a)na/plastos | |Beta Code=a)na/plastos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνάπλαστον, [[that may be moulded]], [[plastic]], Gal. 18(1).670. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[moldeable]], [[plástico]] ἐστὶν [[ἀνάπλαστος]] τῶν ὀστῶν οὐσία Gal.18(1).670. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάπλαστος''': -ον, [[ὅστις]] δύναται νὰ πλασθῇ εἰς σχῆμά τι, [[εὔπλαστος]], Γαλην. | |lstext='''ἀνάπλαστος''': -ον, [[ὅστις]] δύναται νὰ πλασθῇ εἰς σχῆμά τι, [[εὔπλαστος]], Γαλην. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνάπλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που μπορεί να διαπλαστεί, να διαμορφωθεί, ο [[εύπλαστος]]. | |mltxt=[[ἀνάπλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που μπορεί να διαπλαστεί, να διαμορφωθεί, ο [[εύπλαστος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνάπλαστον, that may be moulded, plastic, Gal. 18(1).670.
Spanish (DGE)
-ον
moldeable, plástico ἐστὶν ἀνάπλαστος τῶν ὀστῶν οὐσία Gal.18(1).670.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπλαστος: -ον, ὅστις δύναται νὰ πλασθῇ εἰς σχῆμά τι, εὔπλαστος, Γαλην.
Greek Monolingual
ἀνάπλαστος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί να διαπλαστεί, να διαμορφωθεί, ο εύπλαστος.