αποκλειστικός: Difference between revisions

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
(5)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που αποκλείει όλους ή όλα τα άλλα<br /><b>2.</b> ο [[μοναδικός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αποκλειστική</i><br />όποια εκτελεί χρέη νοσοκόμας αποκλειστικά για έναν ασθενή σε [[κλινική]] ή στο [[σπίτι]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αποκλείω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστάσιο Πολυζωίδη (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>exclusive</i><br />γαλλ. <i>exclusif</i><br />γερμ. <i>exklusiv</i>)].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που αποκλείει όλους ή όλα τα άλλα<br /><b>2.</b> ο [[μοναδικός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αποκλειστική</i><br />όποια εκτελεί χρέη νοσοκόμας αποκλειστικά για έναν ασθενή σε [[κλινική]] ή στο [[σπίτι]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αποκλείω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστάσιο Πολυζωίδη (πρβλ. αγγλ. <i>exclusive</i><br />γαλλ. <i>exclusif</i><br />γερμ. <i>exklusiv</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 23 December 2018

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αποκλείει όλους ή όλα τα άλλα
2. ο μοναδικός
3. το θηλ. ως ουσ. η αποκλειστική
όποια εκτελεί χρέη νοσοκόμας αποκλειστικά για έναν ασθενή σε κλινική ή στο σπίτι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκλείω. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστάσιο Πολυζωίδη (πρβλ. αγγλ. exclusive
γαλλ. exclusif
γερμ. exklusiv)].