αργύρωμα: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(6) |
m (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α ἀργύρωμο) [[αργυρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ασήμωμα]], [[επαργύρωση]]<br /><b>2.</b> το [[λεπτό]] [[στρώμα]] ή η λεπτή [[πλάκα]] αργύρου [[κατόπιν]] αργύρωσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b> | |mltxt=το (Α ἀργύρωμο) [[αργυρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ασήμωμα]], [[επαργύρωση]]<br /><b>2.</b> το [[λεπτό]] [[στρώμα]] ή η λεπτή [[πλάκα]] αργύρου [[κατόπιν]] αργύρωσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συνήθως στον πληθ.</b> (-ματα)<br />τα αργυρά σκεύη, τα ασημικά. | ||
}} | }} |