αρνησιθρησκία: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η το να αρνείται [[κάποιος]] τη [[θρησκεία]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρνησίθρησκος]] ( | |mltxt=η το να αρνείται [[κάποιος]] τη [[θρησκεία]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρνησίθρησκος]] (πρβλ. [[ανεξιθρησκία]]). Η λ. μαρτυρείται στον Κωνσταντίνο Κούμα]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 23 December 2018
Greek Monolingual
η το να αρνείται κάποιος τη θρησκεία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρνησίθρησκος (πρβλ. ανεξιθρησκία). Η λ. μαρτυρείται στον Κωνσταντίνο Κούμα].