αρτιπαγής: Difference between revisions

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτιπαγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που στερεώθηκε [[πριν]] από λίγο, ο [[μόλις]] τοποθετημένος<br /><b>2.</b> (για [[τυρί]]) αυτό που [[μόλις]] έπηξε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[απαγής]], [[συμπαγής]])].
|mltxt=[[ἀρτιπαγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που στερεώθηκε [[πριν]] από λίγο, ο [[μόλις]] τοποθετημένος<br /><b>2.</b> (για [[τυρί]]) αυτό που [[μόλις]] έπηξε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] (πρβλ. [[απαγής]], [[συμπαγής]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀρτιπαγής, -ές (Α)
1. αυτός που στερεώθηκε πριν από λίγο, ο μόλις τοποθετημένος
2. (για τυρί) αυτό που μόλις έπηξε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. απαγής, συμπαγής)].