ασπλαχνιά: Difference between revisions
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
(6) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀσπλαγχνία]]) [[ | |mltxt=η (AM [[ἀσπλαγχνία]]) [[άσπλαχνος]], [[άσπλαγχνος]]<br />η [[έλλειψη]] ευσπλαγχνίας, η [[ανοικτιρμοσύνη]], η [[απανθρωπιά]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:37, 19 December 2020
Greek Monolingual
η (AM ἀσπλαγχνία) άσπλαχνος, άσπλαγχνος
η έλλειψη ευσπλαγχνίας, η ανοικτιρμοσύνη, η απανθρωπιά.