άσπλαγχνος
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
Greek Monolingual
η (AM ἀσπλαγχνία) άσπλαχνος, άσπλαγχνος
η έλλειψη ευσπλαγχνίας, η ανοικτιρμοσύνη, η απανθρωπιά.