ασχολούμαι: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(6)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ἀσχολοῡμαι, -έομαι) [[άσχολος]]<br />[[είμαι]] απασχολημένος, [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]].
|mltxt=(Α ἀσχολοῦμαι, -έομαι) [[άσχολος]]<br />[[είμαι]] απασχολημένος, [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 16:27, 26 March 2021

Greek Monolingual

(Α ἀσχολοῦμαι, -έομαι) άσχολος
είμαι απασχολημένος, καταγίνομαι με κάτι.