αὐγίτης: Difference between revisions
From LSJ
δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
(6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=avgitis | |Transliteration C=avgitis | ||
|Beta Code=au)gi/ths | |Beta Code=au)gi/ths | ||
|Definition=(sc. | |Definition=(''[[sc.]]'' [[λίθος]]), ὁ, a [[precious stone]], Plin.''HN''37.147:—fem. [[αὐγῖτις]], ίδος, ἡ, = [[ἀναγαλλὶς ἡ Φοινικῆ]], Ps.-Dsc.2.178. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
(sc. λίθος), ὁ, a precious stone, Plin.HN37.147:—fem. αὐγῖτις, ίδος, ἡ, = ἀναγαλλὶς ἡ Φοινικῆ, Ps.-Dsc.2.178.
Spanish (DGE)
-ου
(λίθος) una piedra preciosa de formación volcánica, Plin.HN 37.147.
Greek Monolingual
ο (Α αὐγίτης) αυγή
ορυκτό σκούρο με υελώδη λάμψη (πυριτικό άλας του ασβεστίου, μαγνησίου, σιδήρου, τιτανίου και αργιλίου)
νεοελλ.
1. το άστρο της αυγής, ο αυγερινός
2. είδος μανιταριού.