βακτηριοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο<br />ο [[καταστρεπτικός]] για τα βακτηρίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου<br /><b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>bactericide</i> <span style="color: red;"><</span> <i>bacteri</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>bacterium</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βακτήριο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>cide</i> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> -<i>cida</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(ρ.)</b> <i>caeolo</i> «[[σκοτώνω]]». Ο [[ελληνικός]] όρος μαρτυρείται στον Σπυρίδωνα Μηλιαράκη].
|mltxt=-ο<br />ο [[καταστρεπτικός]] για τα βακτηρίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου<br />[[πρβλ]]. αγγλ. <i>bactericide</i> <span style="color: red;"><</span> <i>bacteri</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>bacterium</i> ([[πρβλ]]. <i>βακτήριο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>cide</i> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> -<i>cida</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(ρ.)</b> <i>caeolo</i> «[[σκοτώνω]]». Ο [[ελληνικός]] όρος μαρτυρείται στον Σπυρίδωνα Μηλιαράκη].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ο
ο καταστρεπτικός για τα βακτηρίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. bactericide < bacteri- < bacterium (πρβλ. βακτήριο) + -cide < λατ. -cida < (ρ.) caeolo «σκοτώνω». Ο ελληνικός όρος μαρτυρείται στον Σπυρίδωνα Μηλιαράκη].