γλύω: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και γλυώ (Μ [[γλύω]])<br />[[γλυτώνω]], [[σώζω]] κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γλυτώνω]], λυτρώνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εκλύω]], με [[αποβολή]] του <i>ε</i>- και ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>κ</i>- σε <i>γ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[εκλιστρώ]] -[[γλιστρώ]])].
|mltxt=και γλυώ (Μ [[γλύω]])<br />[[γλυτώνω]], [[σώζω]] κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γλυτώνω]], λυτρώνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εκλύω]], με [[αποβολή]] του <i>ε</i>- και ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>κ</i>- σε <i>γ</i>- ([[πρβλ]]. [[εκλιστρώ]] -[[γλιστρώ]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

και γλυώ (Μ γλύω)
γλυτώνω, σώζω κάποιον
νεοελλ.
γλυτώνω, λυτρώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκλύω, με αποβολή του ε- και ανομοιωτική τροπή του -κ- σε γ- (πρβλ. εκλιστρώ -γλιστρώ)].