γνέφω: Difference between revisions

From LSJ
(8)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[γνεύω]] (AM [[νεύω]], Μ και [[γνεύω]])<br />[[κάνω]] [[νόημα]], [[σημείο]] συνεννοήσεως με το [[κεφάλι]], τα μάτια ή τα χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχαία [[μορφή]] του ρήματος [[νεύω]] έδωσε [[λαβή]] στον σχηματισμό τών τύπων [[γνέφω]] και [[γνεύω]]. Συγκεκριμένα, ο τ. [[γνεύω]] <span style="color: red;"><</span> <i>εκ</i> -[[νεύω]] ή, κατ' άλλους, <span style="color: red;"><</span> <i>γ</i>- προθετικό <span style="color: red;">+</span> [[νεύω]]. Το προθετικό <i>γ</i>- αναπτύσσεται σε λέξεις που αρχίζουν με <i>ν</i> στον συγκεκριμένο τ. προήλθε με [[ανομοίωση]]: <i>τον [[νεύω]] <span style="color: red;"><</span> <i>το [[γνεύω]] (<b>βλ.</b> και [[γνέφος]]). Ο τ. [[γνέφω]] αναλογικά [[προς]] τα ρήματα σε -<i>φω</i>, [[επειδή]] συνέπιπτε ο [[αόριστος]] σε -<i>ψα</i> (<i>έγνεψα</i> όπως <i>έστρεψα</i> &GT; [[γνέφω]] όπως [[στρέφω]])].
|mltxt=και [[γνεύω]] (AM [[νεύω]], Μ και [[γνεύω]])<br />[[κάνω]] [[νόημα]], [[σημείο]] συνεννοήσεως με το [[κεφάλι]], τα μάτια ή τα χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχαία [[μορφή]] του ρήματος [[νεύω]] έδωσε [[λαβή]] στον σχηματισμό τών τύπων [[γνέφω]] και [[γνεύω]]. Συγκεκριμένα, ο τ. [[γνεύω]] <span style="color: red;"><</span> <i>εκ</i> -[[νεύω]] ή, κατ' άλλους, <span style="color: red;"><</span> <i>γ</i>- προθετικό <span style="color: red;">+</span> [[νεύω]]. Το προθετικό <i>γ</i>- αναπτύσσεται σε λέξεις που αρχίζουν με <i>ν</i> στον συγκεκριμένο τ. προήλθε με [[ανομοίωση]]: <i>τον [[νεύω]] <span style="color: red;"><</span> το [[γνεύω]] (<b>βλ.</b> και [[γνέφος]]). Ο τ. [[γνέφω]] αναλογικά [[προς]] τα ρήματα σε -<i>φω</i>, [[επειδή]] συνέπιπτε ο [[αόριστος]] σε -<i>ψα</i> (<i>έγνεψα</i> όπως <i>έστρεψα</i> > [[γνέφω]] όπως [[στρέφω]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 15 January 2019

Greek Monolingual

και γνεύω (AM νεύω, Μ και γνεύω)
κάνω νόημα, σημείο συνεννοήσεως με το κεφάλι, τα μάτια ή τα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία μορφή του ρήματος νεύω έδωσε λαβή στον σχηματισμό τών τύπων γνέφω και γνεύω. Συγκεκριμένα, ο τ. γνεύω < εκ -νεύω ή, κατ' άλλους, < γ- προθετικό + νεύω. Το προθετικό γ- αναπτύσσεται σε λέξεις που αρχίζουν με ν στον συγκεκριμένο τ. προήλθε με ανομοίωση: τον νεύω < το γνεύω (βλ. και γνέφος). Ο τ. γνέφω αναλογικά προς τα ρήματα σε -φω, επειδή συνέπιπτε ο αόριστος σε -ψα (έγνεψα όπως έστρεψα > γνέφω όπως στρέφω)].