δεύτε: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(9) |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=δεῡτε <b>επίρρ.</b> (AM)<br /><b>1.</b> εδώ, [[προς]] τα εδώ, [[εμπρός]]! (με προστ., «δεῡτε, λείπετε στέγας, ἐξέλθετε», <b>Ευρ.</b> Μήδ.)<br />(με υποτ., «δεῡτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν καὶ κατάσχωμεν τήν κληρονομίαν | |mltxt=δεῡτε <b>επίρρ.</b> (AM)<br /><b>1.</b> εδώ, [[προς]] τα εδώ, [[εμπρός]]! (με προστ., «δεῡτε, λείπετε στέγας, ἐξέλθετε», <b>Ευρ.</b> Μήδ.)<br />(με υποτ., «δεῡτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν καὶ κατάσχωμεν τήν κληρονομίαν αὐτοῦ» ΠΔ.<br />«δεῡτε... [[σήμερον]] τιμήσωμεν» εκκλ.)<br /><b>2.</b> ελάτε, προσέλθετε («δεῡτε [[ὀπίσω]] μου καί ποιήσω ὑμᾱς ἁλιεῖς ἀνθρώπων», ΚΔ. Ματθ. «δεῡτε λάβετε φῶς», εκκλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[δεύρο]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 13 October 2022
Greek Monolingual
δεῡτε επίρρ. (AM)
1. εδώ, προς τα εδώ, εμπρός! (με προστ., «δεῡτε, λείπετε στέγας, ἐξέλθετε», Ευρ. Μήδ.)
(με υποτ., «δεῡτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν καὶ κατάσχωμεν τήν κληρονομίαν αὐτοῦ» ΠΔ.
«δεῡτε... σήμερον τιμήσωμεν» εκκλ.)
2. ελάτε, προσέλθετε («δεῡτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾱς ἁλιεῖς ἀνθρώπων», ΚΔ. Ματθ. «δεῡτε λάβετε φῶς», εκκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δεύρο].