διβαφής: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=divafis | |Transliteration C=divafis | ||
|Beta Code=dibafh/s | |Beta Code=dibafh/s | ||
|Definition= | |Definition=διβαφές, = [[δίβαφος]] ([[double-dyed]]), Sm., Thd. Ex. 25.4. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές [[teñido dos veces]] Al.<i>Ex</i>.25.4. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διβαφής''': -ές, δὶς βεβαμμένος, Ἑβδ. (Ἐξόδ. κεʹ, 4). | |lstext='''διβαφής''': -ές, δὶς βεβαμμένος, Ἑβδ. (Ἐξόδ. κεʹ, 4). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΝ) και [[δίβαφος]], -ο (Α -ος, -ον)<br />αυτός που [[είναι]] δύο φορές | |mltxt=-ές (ΑΝ) και [[δίβαφος]], -ο (Α -ος, -ον)<br />αυτός που [[είναι]] δύο φορές [[βαμμένος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 25 August 2023
English (LSJ)
διβαφές, = δίβαφος (double-dyed), Sm., Thd. Ex. 25.4.
Spanish (DGE)
-ές teñido dos veces Al.Ex.25.4.
Greek (Liddell-Scott)
διβαφής: -ές, δὶς βεβαμμένος, Ἑβδ. (Ἐξόδ. κεʹ, 4).
Greek Monolingual
-ές (ΑΝ) και δίβαφος, -ο (Α -ος, -ον)
αυτός που είναι δύο φορές βαμμένος.