δρομαίος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(9)
 
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM δρομαῑος -α, -ον και -ος, -ον)<br />[[τρεχάτος]] («έφυγε [[δρομαίος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γοργοπόδαρος]], ο [[ικανός]] να τρέχει<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως ο υ σ.) <i>ο [[δρομαίος]]<br />[[ονομασία]] του πτηνού [[εμού]] της οικογένειας δρομαιίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (επίθ. του Απόλλωνος) ο [[προστάτης]] τών αγώνων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δρομαῑος [[λαγωός]]» — αυτός που τον κυνηγούν<br />β) «δρομαῑα ἴχνη» — τα ίχνη του γρήγορου λαγού.
|mltxt=-α, -ο (AM δρομαῖος -α, -ον και -ος, -ον)<br />[[τρεχάτος]] («έφυγε [[δρομαίος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γοργοπόδαρος]], ο [[ικανός]] να τρέχει<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως ο υ σ.) ο [[δρομαίος]]<br />[[ονομασία]] του πτηνού [[εμού]] της οικογένειας δρομαιίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (επίθ. του Απόλλωνος) ο [[προστάτης]] τών αγώνων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δρομαῖος [[λαγωός]]» — αυτός που τον κυνηγούν<br />β) «δρομαῖα ἴχνη» — τα ίχνη του γρήγορου λαγού.
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 28 March 2021

Greek Monolingual

-α, -ο (AM δρομαῖος -α, -ον και -ος, -ον)
τρεχάτος («έφυγε δρομαίος»)
νεοελλ.
1. γοργοπόδαρος, ο ικανός να τρέχει
2. (το αρσ. ως ο υ σ.) ο δρομαίος
ονομασία του πτηνού εμού της οικογένειας δρομαιίδες
αρχ.
1. (επίθ. του Απόλλωνος) ο προστάτης τών αγώνων
2. φρ. α) «δρομαῖος λαγωός» — αυτός που τον κυνηγούν
β) «δρομαῖα ἴχνη» — τα ίχνη του γρήγορου λαγού.