δυσόριστος: Difference between revisions
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysoristos | |Transliteration C=dysoristos | ||
|Beta Code=duso/ristos | |Beta Code=duso/ristos | ||
|Definition= | |Definition=δυσόριστον,<br><span class="bld">A</span> [[difficult to adapt to a limit]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''378b24, ''GC''329b32.<br><span class="bld">II</span> [[difficult to define]], χαρακτήρ D.H.''Din.''5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que difícilmente adopta un límite impuesto]] op. [[εὐόριστος]] ref. a los sólidos, Arist.<i>GC</i> 329<sup>b</sup>32, cf. <i>Mete</i>.378<sup>b</sup>24, Simp.<i>in Ph</i>.481.32, del estilo de un orador, D.H.<i>Din</i>.5.1, τὰ δυσόριστα καὶ στενόπορα (δάπεδα) Them.<i>Or</i>.18.217a, δυσόριστόν ἐστι τὸ κτιστὸν καὶ ἀόριστον· οἷον ἄγγελος, ψυχή, καὶ [[δαίμων]] Ath.Al.M.28.536B. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0685.png Seite 685]] schwer zu begränzen, zu bestimmen, Dion. Hal. de Din. 5 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0685.png Seite 685]] schwer zu begränzen, zu bestimmen, Dion. Hal. de Din. 5 u. Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσόριστος:''' [[трудно определимый]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσόριστος''': -ον, δυσκόλως περιοριζόμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 1. 3, Γεν. καὶ Φθορ. 2. 2, 4. ΙΙ. Δυσκόλως ὀριζόμενος, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 5. | |lstext='''δυσόριστος''': -ον, δυσκόλως περιοριζόμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 1. 3, Γεν. καὶ Φθορ. 2. 2, 4. ΙΙ. Δυσκόλως ὀριζόμενος, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσόριστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα περιορίζεται<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δύσκολα ορίζεται. | |mltxt=[[δυσόριστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα περιορίζεται<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δύσκολα ορίζεται. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσόριστον,
A difficult to adapt to a limit, Arist.Mete.378b24, GC329b32.
II difficult to define, χαρακτήρ D.H.Din.5.
Spanish (DGE)
-ον
que difícilmente adopta un límite impuesto op. εὐόριστος ref. a los sólidos, Arist.GC 329b32, cf. Mete.378b24, Simp.in Ph.481.32, del estilo de un orador, D.H.Din.5.1, τὰ δυσόριστα καὶ στενόπορα (δάπεδα) Them.Or.18.217a, δυσόριστόν ἐστι τὸ κτιστὸν καὶ ἀόριστον· οἷον ἄγγελος, ψυχή, καὶ δαίμων Ath.Al.M.28.536B.
German (Pape)
[Seite 685] schwer zu begränzen, zu bestimmen, Dion. Hal. de Din. 5 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
δυσόριστος: трудно определимый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
δυσόριστος: -ον, δυσκόλως περιοριζόμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 1. 3, Γεν. καὶ Φθορ. 2. 2, 4. ΙΙ. Δυσκόλως ὀριζόμενος, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 5.
Greek Monolingual
δυσόριστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα περιορίζεται
2. εκείνος που δύσκολα ορίζεται.