ένδοξος: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(12) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνδοξος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αποκτήσει [[δόξα]], φημισμένος («τὸν ἔνδοξον Λόχον μιμήσατε», «τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που περιβάλλεται από [[δόξα]], [[λαμπρός]], [[μεγαλοπρεπής]] («ἡ [[ἔνδοξος]] εἰς Ἅιδου [[κάθοδος]] | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνδοξος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αποκτήσει [[δόξα]], φημισμένος («τὸν ἔνδοξον Λόχον μιμήσατε», «τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που περιβάλλεται από [[δόξα]], [[λαμπρός]], [[μεγαλοπρεπής]] («ἡ [[ἔνδοξος]] εἰς Ἅιδου [[κάθοδος]] τοῦ Κυρίου», «ὁ Περικλής... ταφάς τῶν ἀποθανόντων ἐνδόξους ἐποίησε»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(υπερθ. ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]]) «εντιμότατε και ενδοξότατε»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ένδοξη</i><br />αναρριχώμενο [[φυτό]] της οικογένειας τών λειριιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίσημος]], διακεκριμένος («ὀλίγοι καὶ ἔνδοξοι ἄνδρες»)<br /><b>2.</b> όποιος τυγχάνει γενικής αποδοχής, ο γενικά [[παραδεκτός]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔνδοξα</i><br />όσα θεωρούνται αληθινά [[επειδή]] [[είναι]] γενικώς παραδεκτά. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:25, 15 February 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔνδοξος, -ον)
1. αυτός που έχει αποκτήσει δόξα, φημισμένος («τὸν ἔνδοξον Λόχον μιμήσατε», «τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν»)
2. εκείνος που περιβάλλεται από δόξα, λαμπρός, μεγαλοπρεπής («ἡ ἔνδοξος εἰς Ἅιδου κάθοδος τοῦ Κυρίου», «ὁ Περικλής... ταφάς τῶν ἀποθανόντων ἐνδόξους ἐποίησε»)
μσν.- νεοελλ.
(υπερθ. ως τιμητικός τίτλος) «εντιμότατε και ενδοξότατε»
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ένδοξη
αναρριχώμενο φυτό της οικογένειας τών λειριιδών
αρχ.
1. επίσημος, διακεκριμένος («ὀλίγοι καὶ ἔνδοξοι ἄνδρες»)
2. όποιος τυγχάνει γενικής αποδοχής, ο γενικά παραδεκτός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔνδοξα
όσα θεωρούνται αληθινά επειδή είναι γενικώς παραδεκτά.