εξεμώ: Difference between revisions
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
(12) |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἐξεμῶ, -έω)<br />[[αποβάλλω]] [[κάτι]] με εμετό, [[ξερνώ]] [[κάτι]] (για τη Χάρυβδι, «ὄφρ' εξεμέσειεν [[ὀπίσσω]] ἱστόν καὶ τρόπιν [[αὖτις]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εκστομίζω]] ανεξέλεγκτα και αποκρουστικά («εξήμεσε ύβρεις»)<br /><b>μσν.</b><br />[[αποβάλλω]] με [[βδελυγμία]] («ἐξήμεσας τὸν ἰὸν τῆς πρὶν ἀγνωσίας»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[χάνω]] [[παράνομα]] ( | |mltxt=(AM ἐξεμῶ, -έω)<br />[[αποβάλλω]] [[κάτι]] με εμετό, [[ξερνώ]] [[κάτι]] (για τη Χάρυβδι, «ὄφρ' εξεμέσειεν [[ὀπίσσω]] ἱστόν καὶ τρόπιν [[αὖτις]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εκστομίζω]] ανεξέλεγκτα και αποκρουστικά («εξήμεσε ύβρεις»)<br /><b>μσν.</b><br />[[αποβάλλω]] με [[βδελυγμία]] («ἐξήμεσας τὸν ἰὸν τῆς πρὶν ἀγνωσίας»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[χάνω]] [[παράνομα]] («τοῖς [[πέντε]] ταλάντοις οἷς Κλέων ἐξήμεσεν, <b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:25, 28 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἐξεμῶ, -έω)
αποβάλλω κάτι με εμετό, ξερνώ κάτι (για τη Χάρυβδι, «ὄφρ' εξεμέσειεν ὀπίσσω ἱστόν καὶ τρόπιν αὖτις», Ομ. Οδ.)
μσν.- νεοελλ.
εκστομίζω ανεξέλεγκτα και αποκρουστικά («εξήμεσε ύβρεις»)
μσν.
αποβάλλω με βδελυγμία («ἐξήμεσας τὸν ἰὸν τῆς πρὶν ἀγνωσίας»)
αρχ.
χάνω παράνομα («τοῖς πέντε ταλάντοις οἷς Κλέων ἐξήμεσεν, Αριστοφ.).