εξεμώ Search Google

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξεμῶ, -έω)
αποβάλλω κάτι με εμετό, ξερνώ κάτι (για τη Χάρυβδι, «ὄφρ' εξεμέσειεν ὀπίσσω ἱστόν καὶ τρόπιν αὖτις», Ομ. Οδ.)
μσν.- νεοελλ.
εκστομίζω ανεξέλεγκτα και αποκρουστικά («εξήμεσε ύβρεις»)
μσν.
αποβάλλω με βδελυγμία («ἐξήμεσας τὸν ἰὸν τῆς πρὶν ἀγνωσίας»)
αρχ.
χάνω παράνομα («τοῖς πέντε ταλάντοις οἷς Κλέων ἐξήμεσεν, Αριστοφ.).