ἐξεριστικός: Difference between revisions
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekseristikos | |Transliteration C=ekseristikos | ||
|Beta Code=e)ceristiko/s | |Beta Code=e)ceristiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐξεριστική, ἐξεριστικόν, [[captious]], [[disputatious]], dub. l. in Epicur.''Sent.''14; cf. [[ἐξερειστικός]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξεριστικός]], -ή, -όν (Α) [[εξεριστής]]<br />αυτός που έχει [[τάση]] για έριδες και λογομαχίες. | |mltxt=[[ἐξεριστικός]], -ή, -όν (Α) [[εξεριστής]]<br />αυτός που έχει [[τάση]] για έριδες και λογομαχίες. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξεριστικός:''' [[умеющий]] (успешно) спорить: [[δύναμις]] ἐξεριστική Diog. L. умение побеждать. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐξεριστική, ἐξεριστικόν, captious, disputatious, dub. l. in Epicur.Sent.14; cf. ἐξερειστικός.
German (Pape)
[Seite 878] ή, όν, zum hartnäckigen Streite gehörig, geneigt; δύναμις D. L. 10, 143; πληγή, heftiger Pulsschlag, Galen.
Greek Monolingual
ἐξεριστικός, -ή, -όν (Α) εξεριστής
αυτός που έχει τάση για έριδες και λογομαχίες.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεριστικός: умеющий (успешно) спорить: δύναμις ἐξεριστική Diog. L. умение побеждать.