εξάχους: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(12)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἑξάχους, -ουν και [[ἑξάχοος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιλαμβάνει έξι [[χόες]] («λαμβάνειν παρὰ τοῡ γείτονος ἑξάχουν ὑδρίαν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[εξάγραμμα]]) <span style="color: red;">+</span> [[χους]] «παλιό [[αττικό]] [[μέτρο]] ρευστών»].
|mltxt=ἑξάχους, -ουν και [[ἑξάχοος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιλαμβάνει έξι [[χόες]] («λαμβάνειν παρὰ τοῦ γείτονος ἑξάχουν ὑδρίαν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> ([[πρβλ]]. [[εξάγραμμα]]) <span style="color: red;">+</span> [[χους]] «παλιό [[αττικό]] [[μέτρο]] ρευστών»].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἑξάχους, -ουν και ἑξάχοος, -ον (Α)
αυτός που περιλαμβάνει έξι χόες («λαμβάνειν παρὰ τοῦ γείτονος ἑξάχουν ὑδρίαν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + χους «παλιό αττικό μέτρο ρευστών»].