επιδήμιος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
(13) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιδήμιος]], -ον και -ος, -ία, -ον (AM)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[ἐπιδήμιος]], -ον και -ος, -ία, -ον (AM)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[επιδημία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για νόσο) [[επιδημικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαπράττει [[κάτι]] [[μπροστά]] στα μάτια τών χωριανών ή τών συμπολιτών του («ἀρνῶν ἠδ’ ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἀρπακτῆρες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ξαναγύρισε και βρίσκεται στην [[πατρίδα]] του<br /><b>3.</b> (για πόλεμο) [[εμφύλιος]]<br /><b>4.</b> ο εγκατεστημένος σε [[ξένη]] [[χώρα]] («Ἕλληνες ἐπιδήμιοι ἔμποροι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (για τρόπο, [[ενέργεια]] <b>κ.λπ.</b>) [[κοινός]], [[συνηθισμένος]]<br /><b>6.</b> καθιερωμένος [[κάπου]] ως [[έθιμο]]<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τά ἐπιδήμια</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>δημ</i>-<i>ιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δήμος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
ἐπιδήμιος, -ον και -ος, -ία, -ον (AM)
το θηλ. ως ουσ. η επιδημία
αρχ.-μσν.
(για νόσο) επιδημικός
αρχ.
1. αυτός που διαπράττει κάτι μπροστά στα μάτια τών χωριανών ή τών συμπολιτών του («ἀρνῶν ἠδ’ ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἀρπακτῆρες», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που ξαναγύρισε και βρίσκεται στην πατρίδα του
3. (για πόλεμο) εμφύλιος
4. ο εγκατεστημένος σε ξένη χώρα («Ἕλληνες ἐπιδήμιοι ἔμποροι», Ηρόδ.)
5. (για τρόπο, ενέργεια κ.λπ.) κοινός, συνηθισμένος
6. καθιερωμένος κάπου ως έθιμο
7. το ουδ. ως ουσ. τά ἐπιδήμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δημ-ιος (< δήμος)].