επιδημία

From LSJ

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπιδημία) επιδημώ
1. παθολογική κατάσταση, συνήθως λοιμώδης, μεταδοτική νόσος που προσβάλλει μεγάλο αριθμό ατόμων της ίδιας περιοχής
2. συχνή και εκτεταμένη εμφάνιση δυσάρεστων γεγονότων («επιδημία ληστειών»)
3. παραμονή στον τόπο κατοικίας («άδεια επιδημίας τών αρχαιολόγων»)
4. η έλευση και παρουσία του Χριστού ανάμεσα στους ανθρώπους
αρχ.-μσν.
1. άφιξη και παραμονή σε ξένη χώρα («διὰ τὰς ἐπιδημίας τῶν συμμάχων»)
2. δικαίωμα, άδεια παραμονής σε έναν τόπο.