ἐπιδήμιος

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδήμιος Medium diacritics: ἐπιδήμιος Low diacritics: επιδήμιος Capitals: ΕΠΙΔΗΜΙΟΣ
Transliteration A: epidḗmios Transliteration B: epidēmios Transliteration C: epidimios Beta Code: e)pidh/mios

English (LSJ)

ἐπιδήμιον (but α, ον IG9(1).333.7 (Locr.)),
A among the people, ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες plunderers of one's own countrymen, Il.24.262; πόλεμος ἐ. civil war, 9.64; ἐπιδαμίᾳ δίκᾳ χρήστω IGl.c.; ἔφαντ' ἐ. εἶναι σὸν πατέρ' that he was at home, Od.1.194; ἐ. ἔμποροι resident merchants, Hdt.2.39; οὐδ' εὐνῆς αἰδὼς ἐ. A.R.2.1023: generally, common, commonplace, τοῦτο τοὐπιδήμιον Plu.2.735a.
2. sojourning among, ψυχὴ.. ἐ. ἄστροις IG12(8).609.3 (Thasos); settling in a place, A.R.1.827.
3. of diseases, prevalent, epidemic, ἴκτερος Hp.Int.37.
4. ἐπιδήμια θύειν sacrifice in honour of a visit or arrival, Him.Ecl.36.1.

German (Pape)

[Seite 937] im Volke, in der Heimath, Il. 24, 262; zu Hause anwesend, Od. 1, 194; πόλεμος, Bürgerkrieg, Il. 9, 64; durchs ganze Volk verbreitet, bes. von Seuchen, epidemisch, Hippocr. u. a. Medic.; – οὐδ' εὐνῆς αἰδὼς ἐπιδήμιος, ist nicht Sitte des Landes, Ap. Rh. 2, 1024. – Als Fremder eingewandert, sich aufhaltend, Ἕλληνές σφισι ἔωσι ἐπιδήμιοι ἔμποροι Her. 2, 39; vgl. Ap. Rh. 1, 827.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est dans son pays;
2 qui est du pays, qui se fait dans le pays : πόλεμος ἐπιδήμιος IL guerre civile;
3 qui réside dans un pays.
Étymologie: ἐπί, δῆμος.

English (Autenrieth)

at home, Od. 1.194, Il. 24.262 ; πόλεμος, ‘civil strife,’ Il. 9.64.

Greek Monolingual

ἐπιδήμιος, -ον και -ος, -ία, -ον (AM)
το θηλ. ως ουσ. η επιδημία
αρχ.-μσν.
(για νόσο) επιδημικός
αρχ.
1. αυτός που διαπράττει κάτι μπροστά στα μάτια τών χωριανών ή τών συμπολιτών του («ἀρνῶν ἠδ’ ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἀρπακτῆρες», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που ξαναγύρισε και βρίσκεται στην πατρίδα του
3. (για πόλεμο) εμφύλιος
4. ο εγκατεστημένος σε ξένη χώρα («Ἕλληνες ἐπιδήμιοι ἔμποροι», Ηρόδ.)
5. (για τρόπο, ενέργεια κ.λπ.) κοινός, συνηθισμένος
6. καθιερωμένος κάπου ως έθιμο
7. το ουδ. ως ουσ. τά ἐπιδήμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δημ-ιος (< δήμος)].

Greek Monotonic

ἐπιδήμιος: -ον (δῆμος), αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στο πλήθος, που παραμένει στην πατρίδα, ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες, άρπαγες των ίδιων των συμπολιτών τους, σε Ομήρ. Ιλ.· πόλεμος ἐπ., ἐμφύλιος πόλεμος, στο ίδ.· ἐπιδήμιον εἶναι, είμαι, βρίσκομαι στην πατρίδα μου, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπ. ἔμποριο, εγκατεστημένοι έμποροι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδήμιος:
1 отечественный, туземный, местный: πόλεμος ἐ. Hom. междоусобная война; ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες Hom. занимающиеся грабежом в собственном доме;
2 живущий у себя дома (πατήρ Hom.);
3 (о чужеземце), приезжий, поселившийся здесь, (ἔμποροι Her.).

Middle Liddell

ἐπι-δήμιος, ον δῆμος
among the people, ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες plunderers of one's own countrymen, Il.; πόλεμος ἐπ. civil war, Il.; ἐπιδήμιον εἶναι to be at home, Od.; ἐπ. ἔμποροι resident merchants, Hdt.