επιδεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(13)
 
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιδεύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> μού λείπει [[κάτι]], στερούμαι («νῡν δ’ ἤδη τούτων [[ἐπιδεύομαι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χρειάζομαι]] τη [[βοήθεια]] κάποιου («σεῡ ἐπιδευόμενος»)<br /><b>3.</b> [[υστερώ]], [[μειονεκτώ]] («πολλὸν κείνων ἐπιδεύεαι ἀνδρῶν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[δεύομαι]] «στερούμαι, έχω [[ανάγκη]]»].
|mltxt=[[ἐπιδεύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> μού λείπει [[κάτι]], στερούμαι («νῦν δ’ ἤδη τούτων [[ἐπιδεύομαι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χρειάζομαι]] τη [[βοήθεια]] κάποιου («σεῡ ἐπιδευόμενος»)<br /><b>3.</b> [[υστερώ]], [[μειονεκτώ]] («πολλὸν κείνων ἐπιδεύεαι ἀνδρῶν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[δεύομαι]] «στερούμαι, έχω [[ανάγκη]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:00, 27 March 2021

Greek Monolingual

ἐπιδεύομαι (Α)
1. μού λείπει κάτι, στερούμαι («νῦν δ’ ἤδη τούτων ἐπιδεύομαι», Ομ. Οδ.)
2. χρειάζομαι τη βοήθεια κάποιου («σεῡ ἐπιδευόμενος»)
3. υστερώ, μειονεκτώ («πολλὸν κείνων ἐπιδεύεαι ἀνδρῶν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δεύομαι «στερούμαι, έχω ανάγκη»].