επιταράσσω: Difference between revisions

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
(14)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιταράσσω]] και αττ. τ. ἐπιταράττω (Α)<br /><b>1.</b> [[ταράσσω]], [[διαταράσσω]] επί [[πλέον]] («αὐτὸν ἡ [[ὄψις]] τοῡ ἐνυπνίου ἐπετάρασσε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διακόπτω]], [[σκεπάζω]] [[κάτι]], [[προκαλώ]] [[σύγχυση]] ή [[ταραχή]] («ἄδων ἐπιταράττει ἡμῶν τὰς οἰμωγάς», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=[[ἐπιταράσσω]] και αττ. τ. ἐπιταράττω (Α)<br /><b>1.</b> [[ταράσσω]], [[διαταράσσω]] επί [[πλέον]] («αὐτὸν ἡ [[ὄψις]] τοῦ ἐνυπνίου ἐπετάρασσε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διακόπτω]], [[σκεπάζω]] [[κάτι]], [[προκαλώ]] [[σύγχυση]] ή [[ταραχή]] («ἄδων ἐπιταράττει ἡμῶν τὰς οἰμωγάς», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 15 February 2019

Greek Monolingual

ἐπιταράσσω και αττ. τ. ἐπιταράττω (Α)
1. ταράσσω, διαταράσσω επί πλέον («αὐτὸν ἡ ὄψις τοῦ ἐνυπνίου ἐπετάρασσε», Ηρόδ.)
2. διακόπτω, σκεπάζω κάτι, προκαλώ σύγχυση ή ταραχή («ἄδων ἐπιταράττει ἡμῶν τὰς οἰμωγάς», Λουκιαν.).