ευδιεινός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(14)
 
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐδιεινός]], -ή, -όν (ΑΜ, Α και εὐδ(ε)ινός, -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[εύδιος]] («εὐδιεινὴν γαλήνην παρασχών», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που προφυλάσσεται από τις καιρικές μεταβολές («ἐν εὐδιεινοῑς» — σε απάνεμα μέρη, <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐδιεινῶς</i> (Α)<br />με [[πραότητα]], [[ήσυχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευδία]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εινος</i>, [[κατά]] τα <i>φα</i>-<i>εινός</i>, <i>αλε</i>-<i>εινός</i>. Ο τ. [[ευδεινός]] [[είναι]] μτγν.].
|mltxt=[[εὐδιεινός]], -ή, -όν (ΑΜ, Α και εὐδ(ε)ινός, -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[εύδιος]] («εὐδιεινὴν γαλήνην παρασχών», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που προφυλάσσεται από τις καιρικές μεταβολές («ἐν εὐδιεινοῖς» — σε απάνεμα μέρη, <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐδιεινῶς</i> (Α)<br />με [[πραότητα]], [[ήσυχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευδία]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εινος</i>, [[κατά]] τα <i>φα</i>-<i>εινός</i>, <i>αλε</i>-<i>εινός</i>. Ο τ. [[ευδεινός]] [[είναι]] μτγν.].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 18 June 2022

Greek Monolingual

εὐδιεινός, -ή, -όν (ΑΜ, Α και εὐδ(ε)ινός, -ή, -όν)
1. εύδιος («εὐδιεινὴν γαλήνην παρασχών», Πλάτ.)
2. (για τόπο) αυτός που προφυλάσσεται από τις καιρικές μεταβολές («ἐν εὐδιεινοῖς» — σε απάνεμα μέρη, Ξεν.).
επίρρ...
εὐδιεινῶς (Α)
με πραότητα, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + επίθημα -εινος, κατά τα φα-εινός, αλε-εινός. Ο τ. ευδεινός είναι μτγν.].