ευνουχίζω: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
(15) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μουνουχίζω]] (ΑΜ [[εὐνουχίζω]]) [[ευνούχος]]<br />[[αφαιρώ]] ή [[καταστρέφω]] τους γεννητικούς αδένες κάποιου, [[καθιστώ]] κάποιον ευνούχο, [[στειρώνω]] («εἰσὶν | |mltxt=και [[μουνουχίζω]] (ΑΜ [[εὐνουχίζω]]) [[ευνούχος]]<br />[[αφαιρώ]] ή [[καταστρέφω]] τους γεννητικούς αδένες κάποιου, [[καθιστώ]] κάποιον ευνούχο, [[στειρώνω]] («εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />(μτφ. για τη γη) [[μεταβάλλω]] σε άγονο («εὐνουχίζειν γῆν», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (μτφ. για [[φάρμακο]]) [[αφαιρώ]] τη δραστικότητά του<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εὐνουχίζω]] ἑμαυτόν» — συγκρατούμαι, [[εγκρατεύομαι]], [[απέχω]] από [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:55, 13 June 2022
Greek Monolingual
και μουνουχίζω (ΑΜ εὐνουχίζω) ευνούχος
αφαιρώ ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες κάποιου, καθιστώ κάποιον ευνούχο, στειρώνω («εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ)
αρχ.
(μτφ. για τη γη) μεταβάλλω σε άγονο («εὐνουχίζειν γῆν», Φιλόστρ.)
2. (μτφ. για φάρμακο) αφαιρώ τη δραστικότητά του
3. φρ. «εὐνουχίζω ἑμαυτόν» — συγκρατούμαι, εγκρατεύομαι, απέχω από κάτι.