εὔσειστος: Difference between revisions
From LSJ
πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν → man is the measure of all things, of things which are, that they are, and of things which are not, that they are not (Protagoras fr.1)
(15) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyseistos | |Transliteration C=eyseistos | ||
|Beta Code=eu)/seistos | |Beta Code=eu)/seistos | ||
|Definition= | |Definition=εὔσειστον, [[liable to earthquakes]], Str.10.1.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:21, 25 August 2023
English (LSJ)
εὔσειστον, liable to earthquakes, Str.10.1.9.
German (Pape)
[Seite 1097] leicht zu erschüttern, bes. den Erderschütterungen ausgesetzt, Strab. X p. 447 n. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
εὔσειστος: -ον, εἰς σεισμοὺς ὑποκείμενος, Στράβ. 447.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔσειστος, -ον)
1. αυτός που σείεται ή μπορεί εύκολα να σειστεί
2. (για περιοχές) σεισμοπαθής, με συχνές σεισμικές δονήσεις
μσν.
ευκίνητος, εύστροφος.