εύφθογγος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(15)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔφθογγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εκβάλλει ωραίους φθόγγους, που ηχεί καλά («συρίγγων τ' εὐφθόγγων φωναῑς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πτηνά) αυτὸς που έχει γλυκιά [[φωνή]] («τῶν ποικίλων ὀρνέων καὶ εὐφθόγγων [[πλῆθος]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φθόγγος]].
|mltxt=[[εὔφθογγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εκβάλλει ωραίους φθόγγους, που ηχεί καλά («συρίγγων τ' εὐφθόγγων φωναῖς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πτηνά) αυτὸς που έχει γλυκιά [[φωνή]] («τῶν ποικίλων ὀρνέων καὶ εὐφθόγγων [[πλῆθος]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φθόγγος]].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 6 February 2024

Greek Monolingual

εὔφθογγος, -ον (Α)
1. αυτός που εκβάλλει ωραίους φθόγγους, που ηχεί καλά («συρίγγων τ' εὐφθόγγων φωναῖς», Ευρ.)
2. (για πτηνά) αυτὸς που έχει γλυκιά φωνή («τῶν ποικίλων ὀρνέων καὶ εὐφθόγγων πλῆθος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φθόγγος.