ζυθοπότης: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. ζυθοπότις, -ιδος<br /><b>1.</b> αυτός που πίνει ζύθο<br /><b>2.</b> αυτός που πίνει πολύ ζύθο, αυτός που του αρέσει να πίνει μπίρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζύθος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οινο</i>-[[πότης]], <i>χασισο</i>-[[πότης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξ. Σούτσο].
|mltxt=ο, θηλ. ζυθοπότις, -ιδος<br /><b>1.</b> αυτός που πίνει ζύθο<br /><b>2.</b> αυτός που πίνει πολύ ζύθο, αυτός που του αρέσει να πίνει μπίρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζύθος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίνω]]), [[πρβλ]]. [[οινοπότης]], [[χασισοπότης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξ. Σούτσο].
}}
}}

Latest revision as of 07:26, 24 August 2021

Greek Monolingual

ο, θηλ. ζυθοπότις, -ιδος
1. αυτός που πίνει ζύθο
2. αυτός που πίνει πολύ ζύθο, αυτός που του αρέσει να πίνει μπίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + -πότης (< πίνω), πρβλ. οινοπότης, χασισοπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξ. Σούτσο].