ηλιόχαρος: Difference between revisions
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
(16) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[λιόχαρος]], -η, -ο<br />(για τόπους) αυτός που φαίνεται ότι χαίρεται [[επειδή]] καταυγάζεται από τις ηλιακές ακτίνες («ηλιόχαρη [[ακρογιαλιά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαρά]]), | |mltxt=και [[λιόχαρος]], -η, -ο<br />(για τόπους) αυτός που φαίνεται ότι χαίρεται [[επειδή]] καταυγάζεται από τις ηλιακές ακτίνες («ηλιόχαρη [[ακρογιαλιά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαρά]]), [[πρβλ]]. [[περίχαρος]], [[πολεμόχαρος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:22, 10 May 2023
Greek Monolingual
και λιόχαρος, -η, -ο
(για τόπους) αυτός που φαίνεται ότι χαίρεται επειδή καταυγάζεται από τις ηλιακές ακτίνες («ηλιόχαρη ακρογιαλιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -χαρος (< χαρά), πρβλ. περίχαρος, πολεμόχαρος].