ηλιόχαρος: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[λιόχαρος]], -η, -ο<br />(για τόπους) αυτός που φαίνεται ότι χαίρεται [[επειδή]] καταυγάζεται από τις ηλιακές ακτίνες («ηλιόχαρη [[ακρογιαλιά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαρά]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[περί]]-<i>χαρος</i>, <i>πολεμό</i>-<i>χαρος</i>].
|mltxt=και [[λιόχαρος]], -η, -ο<br />(για τόπους) αυτός που φαίνεται ότι χαίρεται [[επειδή]] καταυγάζεται από τις ηλιακές ακτίνες («ηλιόχαρη [[ακρογιαλιά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαρά]]), [[πρβλ]]. [[περίχαρος]], [[πολεμόχαρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:22, 10 May 2023

Greek Monolingual

και λιόχαρος, -η, -ο
(για τόπους) αυτός που φαίνεται ότι χαίρεται επειδή καταυγάζεται από τις ηλιακές ακτίνες («ηλιόχαρη ακρογιαλιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -χαρος (< χαρά), πρβλ. περίχαρος, πολεμόχαρος].