ηδύγαιος: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡδύγαιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή γη, καλό [[χώμα]] ή παράγεται από καλή γη<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ἡδύγαιον]]<br />το [[φυτό]] σικυός ή [[σίκυος]], κν. [[αγγουριά]], και ο [[καρπός]] του, κν. [[αγγούρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γαία]] «γη». Το α΄ συνθετικό <i>ηδυ</i>- απαντά σε αρκετές ονομασίες [[φυτών]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηδύ</i>-<i>οσμος</i>, <i>ηδύ</i>-<i>σαρον</i>)].
|mltxt=[[ἡδύγαιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή γη, καλό [[χώμα]] ή παράγεται από καλή γη<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἡδύγαιον]]<br />το [[φυτό]] σικυός ή [[σίκυος]], κν. [[αγγουριά]], και ο [[καρπός]] του, κν. [[αγγούρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γαία]] «γη». Το α΄ συνθετικό <i>ηδυ</i>- απαντά σε αρκετές ονομασίες [[φυτών]] ([[πρβλ]]. [[ηδύοσμος]], [[ηδύσαρον]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡδύγαιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλή γη, καλό χώμα ή παράγεται από καλή γη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδύγαιον
το φυτό σικυός ή σίκυος, κν. αγγουριά, και ο καρπός του, κν. αγγούρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + γαία «γη». Το α΄ συνθετικό ηδυ- απαντά σε αρκετές ονομασίες φυτών (πρβλ. ηδύοσμος, ηδύσαρον)].